Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔtto] ο κρότος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdi botto = ξαφνικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |