Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbottonièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [bottoˈnjɛra] 1 πίνακας ελέγχου (αυτοματισμών) 2 σειρά από κουμπιά 3 μπουτονιέρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |