Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


box  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔks]

1 διαχωρισμένο τμήμα
2 διαχωρισμένο δωμάτιο ύπνου
3 ορθογώνιο πλαίσιο εκκίνησης (για άλογα ιπποδρόμου)
4 πιτς (για αγώνες αυτοκινήτου)
5 πάρκο για νήπια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bovino boxare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bove (ουσ αρσ )
bovile (ουσ αρσ )
bovindo (ουσ αρσ )
bovino (ουσ αρσ )
bovino (επίθ.)
box (ουσ αρσ )
boxare (ρ.αμτβ.)
boxe (θηλ.ουσ)
boxer (ουσ αρσ )
boxeur (ουσ αρσ )
bozza (θηλ.ουσ)
bozzato (ουσ αρσ )
bozzello (ουσ αρσ )
bozzettista (ουσ αρσ και θηλ.)
bozzettistica (θηλ.ουσ)
bozzetto (ουσ αρσ )
bozzima (θηλ.ουσ)
bozzimare (ρ. μτβ.)
bozzo (ουσ αρσ )
bozzolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---