Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόboxer
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔkser] ο μπόξερ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαun paio [αρσ.] di boxer [αρσ. πλυθ. άκλ.] = ένα μποξεράκι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |