Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbracalóne
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [brakaˈlone] 1 ρυπαρός 2 ακατάστατος 3 λερός 4 απεριποίητος 5 βρομιάρης 6 λιγδιάρης 7 ακάθαρτος άνθρωπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |