Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbraccétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bratˈʧetto] solo nelle seguenti frasi permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa braccetto = αγκαζέ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |