Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bràce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbraʧe]

η θράκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bracconiere brachetta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alla brace = στα κάρβουνα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

braccio (ουσ αρσ )
bracciolo (ουσ αρσ )
bracco (ουσ αρσ )
bracconaggio (ουσ αρσ )
bracconiere (ουσ αρσ )
brace (θηλ.ουσ)
brachetta (θηλ.ουσ)
brachialgia (θηλ.ουσ)
brachicardia (θηλ.ουσ)
brachicefalia (θηλ.ουσ)
brachicefalo (ουσ αρσ )
brachicefalo (επίθ.)
brachilogia (θηλ.ουσ)
braciere (ουσ αρσ )
braciola (θηλ.ουσ)
bracotto (ουσ αρσ )
bradicardia (θηλ.ουσ)
bradilalia (θηλ.ουσ)
brado (επίθ.)
braga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---