Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbracière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [braˈʧɛre] 1 μπρούντζινη κατσαρόλα 2 ρηχή κατσαρόλα 3 μαγκάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |