Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brachicèfalo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [brakiˈʧɛfalo]

βραχυκέφαλος

brachicèfalo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [brakiˈʧɛfalo]

βραχυκεφαλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brachicefalia brachilogia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brace (θηλ.ουσ)
brachetta (θηλ.ουσ)
brachialgia (θηλ.ουσ)
brachicardia (θηλ.ουσ)
brachicefalia (θηλ.ουσ)
brachicefalo (ουσ αρσ )
brachicefalo (επίθ.)
brachilogia (θηλ.ουσ)
braciere (ουσ αρσ )
braciola (θηλ.ουσ)
bracotto (ουσ αρσ )
bradicardia (θηλ.ουσ)
bradilalia (θηλ.ουσ)
brado (επίθ.)
braga (θηλ.ουσ)
brago (ουσ αρσ )
bragozzo (ουσ αρσ )
brama (θηλ.ουσ)
bramanesimo (ουσ αρσ )
bramano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---