ItalianoGreco


bràga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbraga]

1 κάβος στήριξης κεραίας πανιού
2 συνδετήρας Ταυ (υδραυλικά)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---