Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bramìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [braˈmito]

1 βρυχηθμός
2 μουγκρητό
3 μούγκρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bramire bramosia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bramanesimo (ουσ αρσ )
bramano (ουσ αρσ )
bramare (ρ. μτβ.)
bramino (ουσ αρσ )
bramire (ρ.αμτβ.)
bramito (αρσ. επίθ και ουσ)
bramosia (θηλ.ουσ)
bramoso (επίθ.)
branca (θηλ.ουσ)
brancata (θηλ.ουσ)
branchia (θηλ.ουσ)
branchiale (επίθ.)
branchiato (ουσ αρσ )
brancicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
branco (ουσ αρσ )
brancolamento (ουσ αρσ )
brancolare (ρ.αμτβ.)
brancoloni (επίρ.)
branda (θηλ.ουσ)
brandeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---