Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrànda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈbranda] 1 κρεβάτι-αιώρα από καραβόπανο 2 κρεβάτι-αιώρα από σκοινί 3 φορητό πτυσσόμενο κρεβάτι 4 ράντσο 5 κρεβάτι υφασμάτινο που μαζεύεται permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |