Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


brànco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbranko]

1 συμμορία
2 τσούρμο
3 ομάδα
4 μπουλούκι
5 κοπάδι
6 αγέλη
7 ποίμνιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  brancicare brancolamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brancata (θηλ.ουσ)
branchia (θηλ.ουσ)
branchiale (επίθ.)
branchiato (ουσ αρσ )
brancicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
branco (ουσ αρσ )
brancolamento (ουσ αρσ )
brancolare (ρ.αμτβ.)
brancoloni (επίρ.)
branda (θηλ.ουσ)
brandeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brandeggio (ουσ αρσ )
brandello (ουσ αρσ )
brandire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brando (ουσ αρσ )
brandy (ουσ αρσ )
brano (ουσ αρσ )
branzino (ουσ αρσ )
brasare (ρ. μτβ.)
brasato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---