Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbrancolaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [brankolaˈmento] 1 ψαχούλεμα 2 ψαύση 3 ψηλάφηση 4 πασπάτεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |