Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bràdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrado]

1 ελεύθερος στη φύση
2 άγριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bradilalia braga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

braciere (ουσ αρσ )
braciola (θηλ.ουσ)
bracotto (ουσ αρσ )
bradicardia (θηλ.ουσ)
bradilalia (θηλ.ουσ)
brado (επίθ.)
braga (θηλ.ουσ)
brago (ουσ αρσ )
bragozzo (ουσ αρσ )
brama (θηλ.ουσ)
bramanesimo (ουσ αρσ )
bramano (ουσ αρσ )
bramare (ρ. μτβ.)
bramino (ουσ αρσ )
bramire (ρ.αμτβ.)
bramito (αρσ. επίθ και ουσ)
bramosia (θηλ.ουσ)
bramoso (επίθ.)
branca (θηλ.ουσ)
brancata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---