Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bracciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [bratˈʧare]

στηρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bracciante bracciata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

braccetto (ουσ αρσ )
bracciale (ουσ αρσ )
braccialetto (ουσ αρσ )
bracciantato (ουσ αρσ )
bracciante (ουσ αρσ και θηλ.)
bracciare (ρ. μτβ.)
bracciata (θηλ.ουσ)
bracciere (ουσ αρσ )
braccio (ουσ αρσ )
bracciolo (ουσ αρσ )
bracco (ουσ αρσ )
bracconaggio (ουσ αρσ )
bracconiere (ουσ αρσ )
brace (θηλ.ουσ)
brachetta (θηλ.ουσ)
brachialgia (θηλ.ουσ)
brachicardia (θηλ.ουσ)
brachicefalia (θηλ.ουσ)
brachicefalo (ουσ αρσ )
brachicefalo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---