bracciànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [bratˈʧante]
1 μεροδουλευτής
2 ημερομίσθιος
3 χειρώναξ
4 χειρωνάκτης
5 αποχειροβίωτος
6 μεροκαματιάρης
7 δραχμοβίωτος
8 βιοπαλαιστής
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [bratˈʧante]
1 μεροδουλευτής
2 ημερομίσθιος
3 χειρώναξ
4 χειρωνάκτης
5 αποχειροβίωτος
6 μεροκαματιάρης
7 δραχμοβίωτος
8 βιοπαλαιστής
permalink
bracciante (ουσ αρσ και θηλ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android