Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bracciànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bratˈʧante]

1 μεροδουλευτής
2 ημερομίσθιος
3 χειρώναξ
4 χειρωνάκτης
5 αποχειροβίωτος
6 μεροκαματιάρης
7 δραχμοβίωτος
8 βιοπαλαιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bracciantato bracciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

braccare (ρ. μτβ.)
braccetto (ουσ αρσ )
bracciale (ουσ αρσ )
braccialetto (ουσ αρσ )
bracciantato (ουσ αρσ )
bracciante (ουσ αρσ και θηλ.)
bracciare (ρ. μτβ.)
bracciata (θηλ.ουσ)
bracciere (ουσ αρσ )
braccio (ουσ αρσ )
bracciolo (ουσ αρσ )
bracco (ουσ αρσ )
bracconaggio (ουσ αρσ )
bracconiere (ουσ αρσ )
brace (θηλ.ουσ)
brachetta (θηλ.ουσ)
brachialgia (θηλ.ουσ)
brachicardia (θηλ.ουσ)
brachicefalia (θηλ.ουσ)
brachicefalo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---