Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bòzzima  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔddzima]

1 κόλλα (για ρούχα)
2 ζωοτροφή από πίτουρα (για πτηνά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bozzetto bozzimare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bozzato (ουσ αρσ )
bozzello (ουσ αρσ )
bozzettista (ουσ αρσ και θηλ.)
bozzettistica (θηλ.ουσ)
bozzetto (ουσ αρσ )
bozzima (θηλ.ουσ)
bozzimare (ρ. μτβ.)
bozzo (ουσ αρσ )
bozzolo (ουσ αρσ )
bozzoloso (επίθ.)
braca (θηλ.ουσ)
bracalone (αρσ. επίθ και ουσ)
braccare (ρ. μτβ.)
braccetto (ουσ αρσ )
bracciale (ουσ αρσ )
braccialetto (ουσ αρσ )
bracciantato (ουσ αρσ )
bracciante (ουσ αρσ και θηλ.)
bracciare (ρ. μτβ.)
bracciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---