Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bottonàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bottoˈnajo]

1 πωλητής κουμπιών
2 κατασκευαστής κουμπιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  botto bottoncino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bottiglietta (θηλ.ουσ)
bottiglione (ουσ αρσ )
bottinaio (ουσ αρσ )
bottino (ουσ αρσ )
botto (ουσ αρσ )
bottonaio (ουσ αρσ )
bottoncino (ουσ αρσ )
bottone (ουσ αρσ )
bottoniera (θηλ.ουσ)
bottonificio (ουσ αρσ )
botulinico (επίθ.)
botulino (ουσ αρσ )
botulismo (ουσ αρσ )
bouquet (ουσ αρσ )
boutade (θηλ.ουσ)
boutique (θηλ.ουσ)
bovaro (ουσ αρσ )
bove (ουσ αρσ )
bovile (ουσ αρσ )
bovindo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---