Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbottonàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bottoˈnajo] 1 πωλητής κουμπιών 2 κατασκευαστής κουμπιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |