Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbovàro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [boˈvaro] 1 αγελαδοτρόφος 2 αγελαδάρης 3 εκτροφέας βοδιών 4 κτηνοτρόφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |