Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


botulìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [botuˈlino]

βακτήριο παραγωγής τοξίνης βοτουλίασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  botulinico botulismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bottoncino (ουσ αρσ )
bottone (ουσ αρσ )
bottoniera (θηλ.ουσ)
bottonificio (ουσ αρσ )
botulinico (επίθ.)
botulino (ουσ αρσ )
botulismo (ουσ αρσ )
bouquet (ουσ αρσ )
boutade (θηλ.ουσ)
boutique (θηλ.ουσ)
bovaro (ουσ αρσ )
bove (ουσ αρσ )
bovile (ουσ αρσ )
bovindo (ουσ αρσ )
bovino (ουσ αρσ )
bovino (επίθ.)
box (ουσ αρσ )
boxare (ρ.αμτβ.)
boxe (θηλ.ουσ)
boxer (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---