Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bottìglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [botˈtiʎʎa]

το μπουκάλι, η μποτίλια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  botteghino bottigliata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


una bottiglia [θηλ.] di acqua minerale = ένα μπουκάλι εμγιαλωμένο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bottata (θηλ.ουσ)
botte (θηλ.ουσ)
bottega (θηλ.ουσ)
bottegaio (αρσ. επίθ και ουσ)
botteghino (ουσ αρσ )
bottiglia (θηλ.ουσ)
bottigliata (θηλ.ουσ)
bottigliere (ουσ αρσ )
bottiglieria (θηλ.ουσ)
bottiglietta (θηλ.ουσ)
bottiglione (ουσ αρσ )
bottinaio (ουσ αρσ )
bottino (ουσ αρσ )
botto (ουσ αρσ )
bottonaio (ουσ αρσ )
bottoncino (ουσ αρσ )
bottone (ουσ αρσ )
bottoniera (θηλ.ουσ)
bottonificio (ουσ αρσ )
botulinico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---