Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbottàccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [botˈtatʧo] 1 υδατοφράκτης τροφοδότησης νερόμυλου 2 τεχνητή λιμνούλα νερόμυλου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |