Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bottàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [botˈtatʧo]

1 υδατοφράκτης τροφοδότησης νερόμυλου
2 τεχνητή λιμνούλα νερόμυλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  botta bottaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

botanico (επίθ.)
botanista (ουσ αρσ και θηλ.)
botola (θηλ.ουσ)
botolo (ουσ αρσ )
botta (θηλ.ουσ)
bottaccio (ουσ αρσ )
bottaio (ουσ αρσ )
bottalare (ρ. μτβ.)
bottalatura (θηλ.ουσ)
bottale (ουσ αρσ )
bottata (θηλ.ουσ)
botte (θηλ.ουσ)
bottega (θηλ.ουσ)
bottegaio (αρσ. επίθ και ουσ)
botteghino (ουσ αρσ )
bottiglia (θηλ.ουσ)
bottigliata (θηλ.ουσ)
bottigliere (ουσ αρσ )
bottiglieria (θηλ.ουσ)
bottiglietta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---