Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bòsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔsko]

το δάσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  boschivo boscosità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


frutti [αρσ. πλυθ.] di bosco = τα φρούτα του δάσου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

boscaglia (θηλ.ουσ)
boscaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
boschereccio (επίθ.)
boschetto (ουσ αρσ )
boschivo (επίθ.)
bosco (ουσ αρσ )
boscosità (θηλ.ουσ)
boscoso (επίθ.)
bossanova (θηλ.ουσ)
bosso (ουσ αρσ )
bossolo (ουσ αρσ )
botanica (θηλ.ουσ)
botanico (ουσ αρσ )
botanico (επίθ.)
botanista (ουσ αρσ και θηλ.)
botola (θηλ.ουσ)
botolo (ουσ αρσ )
botta (θηλ.ουσ)
bottaccio (ουσ αρσ )
bottaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---