Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


boscaiòlo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [boskaˈjɔlo]

1 υλοτόμος
2 ξυλοκόπος
3 δασοφύλακας
4 δασονόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  boscaglia boschereccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

borsino (ουσ αρσ )
borsista (ουσ αρσ και θηλ.)
borsistico (επίθ.)
borsite (θηλ.ουσ)
boscaglia (θηλ.ουσ)
boscaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
boschereccio (επίθ.)
boschetto (ουσ αρσ )
boschivo (επίθ.)
bosco (ουσ αρσ )
boscosità (θηλ.ουσ)
boscoso (επίθ.)
bossanova (θηλ.ουσ)
bosso (ουσ αρσ )
bossolo (ουσ αρσ )
botanica (θηλ.ουσ)
botanico (ουσ αρσ )
botanico (επίθ.)
botanista (ουσ αρσ και θηλ.)
botola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---