Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόboschétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bosˈketto] 1 άλσος 2 αλσύλλιο 3 σύδεντρο 4 θαμνώνας 5 δασάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |