Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


borsìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [borˈsite]

1 φλεγμονή σάκου τένοντα
2 θυλακίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  borsistico boscaglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

borsetta (θηλ.ουσ)
borsetto (ουσ αρσ )
borsino (ουσ αρσ )
borsista (ουσ αρσ και θηλ.)
borsistico (επίθ.)
borsite (θηλ.ουσ)
boscaglia (θηλ.ουσ)
boscaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
boschereccio (επίθ.)
boschetto (ουσ αρσ )
boschivo (επίθ.)
bosco (ουσ αρσ )
boscosità (θηλ.ουσ)
boscoso (επίθ.)
bossanova (θηλ.ουσ)
bosso (ουσ αρσ )
bossolo (ουσ αρσ )
botanica (θηλ.ουσ)
botanico (ουσ αρσ )
botanico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---