ItalianoGreco


borsìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [borˈsista]

1 σπεκουλαδόρος
2 κερδοσκόπος
3 χρηματιστής
4 υπότροφος (σπουδών)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---