Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


borsèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [borˈsɛllo]

το ανδρικό τσανδάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  borsellino borsetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

borsanerista (ουσ αρσ και θηλ.)
borseggiare (ρ. μτβ.)
borseggiatore (ουσ αρσ )
borseggio (ουσ αρσ )
borsellino (ουσ αρσ )
borsello (ουσ αρσ )
borsetta (θηλ.ουσ)
borsetto (ουσ αρσ )
borsino (ουσ αρσ )
borsista (ουσ αρσ και θηλ.)
borsistico (επίθ.)
borsite (θηλ.ουσ)
boscaglia (θηλ.ουσ)
boscaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
boschereccio (επίθ.)
boschetto (ουσ αρσ )
boschivo (επίθ.)
bosco (ουσ αρσ )
boscosità (θηλ.ουσ)
boscoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---