Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


borsanerìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [borsaneˈrista]

μαυραγορίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  borsanera borseggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

borraccina (θηλ.ουσ)
borraggine (θηλ.ουσ)
borsa (θηλ.ουσ)
borsaiolo (ουσ αρσ )
borsanera (ουσ αρσ και θηλ.)
borsanerista (ουσ αρσ και θηλ.)
borseggiare (ρ. μτβ.)
borseggiatore (ουσ αρσ )
borseggio (ουσ αρσ )
borsellino (ουσ αρσ )
borsello (ουσ αρσ )
borsetta (θηλ.ουσ)
borsetto (ουσ αρσ )
borsino (ουσ αρσ )
borsista (ουσ αρσ και θηλ.)
borsistico (επίθ.)
borsite (θηλ.ουσ)
boscaglia (θηλ.ουσ)
boscaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
boschereccio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---