Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


borsaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [borsaˈjɔlo]

1 πορτοφολάς
2 τσαντάκιας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  borsa borsanera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

borra (θηλ.ουσ)
borraccia (θηλ.ουσ)
borraccina (θηλ.ουσ)
borraggine (θηλ.ουσ)
borsa (θηλ.ουσ)
borsaiolo (ουσ αρσ )
borsanera (ουσ αρσ και θηλ.)
borsanerista (ουσ αρσ και θηλ.)
borseggiare (ρ. μτβ.)
borseggiatore (ουσ αρσ )
borseggio (ουσ αρσ )
borsellino (ουσ αρσ )
borsello (ουσ αρσ )
borsetta (θηλ.ουσ)
borsetto (ουσ αρσ )
borsino (ουσ αρσ )
borsista (ουσ αρσ και θηλ.)
borsistico (επίθ.)
borsite (θηλ.ουσ)
boscaglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---