Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόborsaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [borsaˈjɔlo] 1 πορτοφολάς 2 τσαντάκιας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |