ItalianoGreco


bórsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈborsa]

1 η τσάντα, η σακούλα
2 (dell'acqua calda) η θερμοφόρα
3 (di studio) η υποτροφία


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Borsa [θηλ.] valori [αρσ. πλυθ.] = το Χρηματιστήριο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---