Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


borràccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [borˈratʧa]

το παγούρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  borra borraccina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

boriosità (θηλ.ουσ)
borioso (αρσ. επίθ και ουσ)
boro (ουσ αρσ )
borotalco (ουσ αρσ )
borra (θηλ.ουσ)
borraccia (θηλ.ουσ)
borraccina (θηλ.ουσ)
borraggine (θηλ.ουσ)
borsa (θηλ.ουσ)
borsaiolo (ουσ αρσ )
borsanera (ουσ αρσ και θηλ.)
borsanerista (ουσ αρσ και θηλ.)
borseggiare (ρ. μτβ.)
borseggiatore (ουσ αρσ )
borseggio (ουσ αρσ )
borsellino (ουσ αρσ )
borsello (ουσ αρσ )
borsetta (θηλ.ουσ)
borsetto (ουσ αρσ )
borsino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---