Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vaccìnico (επίθ.) vagànte (θηλ. επίθ και ουσ)
vaccìno (ουσ αρσ ) vagàre (ρ.αμτβ.)
vaccìno (επίθ.) vagellaménto (ουσ αρσ )
vaccinoprofilàssi (θηλ.ουσ) vagellàre (ρ.αμτβ.)
vaccinoterapìa (θηλ.ουσ) vagèllo (ουσ αρσ )
vacillaménto (ουσ αρσ ) vagheggiaménto (ουσ αρσ )
vacillànte (επίθ.) vagheggiàre (ρ. μτβ.)
vacillàre (ρ.αμτβ.) vagheggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
vacillazióne (θηλ.ουσ) vagheggiatóre (ουσ αρσ )
vacuità (θηλ.ουσ) vagheggìno (ουσ αρσ )
vàcuo (ουσ αρσ ) vaghézza (θηλ.ουσ)
vàcuo (επίθ.) vagìna (θηλ.ουσ)
vacuolàre (επίθ.) vaginàle (θηλ. επίθ και ουσ)
vacùolo (ουσ αρσ ) vaginìsmo (ουσ αρσ )
vacuòmetro (ουσ αρσ ) vaginìte (θηλ.ουσ)
vademècum (ουσ αρσ ) vagìre (ρ.αμτβ.)
và e vièni (ουσ αρσ ) vagìto (αρσ. επίθ και ουσ)
vaffancùlo (επιφ.) vàglia (ουσ αρσ )
vagabondàggine (θηλ.ουσ) vàglia (θηλ.ουσ)
vagabondàggio (ουσ αρσ ) vagliàre (ρ. μτβ.)
vagabondàre (ρ.αμτβ.) vagliàta (θηλ.ουσ)
vagabóndo (ουσ αρσ ) vagliatóre (ουσ αρσ )
vagabóndo (επίθ.) vagliatrìce (θηλ.ουσ)
vagàle (επίθ.) vagliatùra (θηλ.ουσ)
vagaménte (επίρ.) vàglio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: