ItalianoGreco


vagabondàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vagabonˈdadʤo]

1 σουρτούκεμα
2 ρεμπέλεμα
3 τριγύρισμα
4 περιπλάνηση
5 ρεμπελιό
6 αλητεία
7 επαιτεία
8 αληταριό
9 αληταρία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---