Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvagabóndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vagaˈbondo] ο βαγαπόντης, ο αλήτης vagabóndo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vagaˈbondo] 1 αργόσχολος 2 καρεκλοκένταυρος 3 ανέστιος 4 περιπλανώμενος 5 πλανόβιος 6 αδέσποτος (για ζώο) 7 ασυνάρτητος 8 αφηρημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |