vaghézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [vaˈgettsa]
1 ωραιότητα
2 κάλλος
3 καημός
4 καλλονή
5 λαχτάρα
6 επιθυμία
7 νταλγκάς
8 πόθος
9 ομορφιά
10 ασάφεια
11 ντέρτι
12 πάθος
13 απροσδιοριστία
14 αοριστολογία
15 αοριστία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [vaˈgettsa]
1 ωραιότητα
2 κάλλος
3 καημός
4 καλλονή
5 λαχτάρα
6 επιθυμία
7 νταλγκάς
8 πόθος
9 ομορφιά
10 ασάφεια
11 ντέρτι
12 πάθος
13 απροσδιοριστία
14 αοριστολογία
15 αοριστία
permalink
vaghezza (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android