Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvagìto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [vaˈʤito] 1 μινύρισμα 2 κλαψούρισμα 3 κλαυθμυρισμός 4 παράπονο 5 θρήνος 6 γόος 7 γοερή κραυγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |