Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvagonétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vagoˈnetto] 1 καλάθι ή τρενάκι ορυχείου 2 βαγονέτο 3 βαγόνι ορυχείου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |