Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvagóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vaˈgone] το βαγόνι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαvagone [αρσ.] letto = η κλινάμαξα, το βαγόν-λί || vagone [αρσ.] ristorante = το βαγόνι εστιατόριο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |