ItalianoGreco


vàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvaʎʎo]

1 πέρασμα από κόσκινο
2 εξέταση
3 εξέταση προσεκτική
4 κρησάρα
5 κόσκινο
6 ψιλοκοσκίνισμα
7 σήτα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---