ItalianoGreco


vàgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvago]

1 πνευμονογαστρικό νεύρο
2 αοριστία
3 παρασυμπαθητικό νεύρο
4 αβεβαιότητα
5 ασάφεια

vàgo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvago]

αόριστος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---