Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvagoncìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vagonˈʧino] 1 βαγόνι ορυχείου 2 βαγονέτο 3 καλάθι ή τρενάκι ορυχείου 4 βαγόνι 5 τραμ 6 φορτηγάκι 7 τελεφερίκ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |