Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvàglia
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvaʎʎa] 1 επιταγή 2 ένταλμα πληρωμής vàglia ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvaʎʎa] η ταχυδρομική επιταγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |