Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvagheggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vagedʤaˈmento] 1 επιθυμία 2 πόθος 3 λαχτάρα 4 απολαυστική προσήλωση 5 προσηλωμένο βλέμμα πόθου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |