Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvagànte
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [vaˈgante] 1 ακαθόριστος 2 περιφερόμενος 3 περιπλανώμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |