Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvagheggiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [vagedˈʤare] 1 λαχταρώ 2 ατενίζω με θαυμασμό 3 ονειρεύομαι 4 ποθώ 5 βλέπω κάτι με ευχαρίστηση vagheggiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [vagedˈʤarsi] 1 θαυμάζομαι 2 θαυμάζω τον εαυτό μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |