Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvacillaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vaʧillaˈmento] 1 ρίγος 2 αστάθεια 3 αχνοφέγγισμα 4 τρεμοπαίξιμο 5 τρεμούλα 6 τρεμούλιασμα 7 τρίκλισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |