Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vacillaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vaʧillaˈmento]

1 ρίγος
2 αστάθεια
3 αχνοφέγγισμα
4 τρεμοπαίξιμο
5 τρεμούλα
6 τρεμούλιασμα
7 τρίκλισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaccinoterapia vacillante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vaccinico (επίθ.)
vaccino (ουσ αρσ )
vaccino (επίθ.)
vaccinoprofilassi (θηλ.ουσ)
vaccinoterapia (θηλ.ουσ)
vacillamento (ουσ αρσ )
vacillante (επίθ.)
vacillare (ρ.αμτβ.)
vacillazione (θηλ.ουσ)
vacuità (θηλ.ουσ)
vacuo (ουσ αρσ )
vacuo (επίθ.)
vacuolare (επίθ.)
vacuolo (ουσ αρσ )
vacuometro (ουσ αρσ )
vademecum (ουσ αρσ )
va e vieni (ουσ αρσ )
vaffanculo (επιφ.)
vagabondaggine (θηλ.ουσ)
vagabondaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---