Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaccìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vatˈʧino] 1 εμβόλιο 2 βατσίνα 3 μπόλι vaccìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vatˈʧino] 1 αγελαδινός 2 μοσχαρίσιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |