Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvàcuo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvakuo] κενό vàcuo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈvakuo] 1 κενός 2 ατελεσφόρητος 3 άδειος 4 αδειανός 5 κούφος 6 κούφιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |